Ορισμός του"tourism" στα English

Βρείτε την έννοια του tourism στα English και σε εκατοντάδες άλλες γλώσσες παγκοσμίως

Περιεχόμενο που δημιουργήθηκε από AIΜόνο για αναφορά

Οι ορισμοί λέξεων παρέχονται από παρόχους AI (OpenAI, Claude, κ.λπ.) και είναι μόνο για αναφορά. Αυτό δεν είναι επίσημο λεξικό και μπορεί να περιέχει σφάλματα. Παρακαλώ συμβουλευτείτε έγκυρες λεξικογραφικές πηγές για τις πιο ακριβείς πληροφορίες.

tourism

/ˈtʊərɪzəm/
Ουσιαστικό

Ορισμοί

1

Ουσιαστικό

Το φαινόμενο ή η δραστηριότητα των ταξιδιωτών που επισκέπτονται μέρη για αναψυχή, αναψυχή, επιχειρήσεις ή άλλους σκοπούς, καθώς και οι υπηρεσίες και οι υποδομές που παρέχονται για την υποστήριξη αυτής της δραστηριότητας. Αναφέρεται επίσης στον κλάδο που ασχολείται με την παροχή αυτών των υπηρεσιών.
🔴Προχωρημένος

Παραδείγματα

  • "Tourism is a major source of income for many countries."

    Ο τουρισμός αποτελεί σημαντική πηγή εισοδήματος για πολλές χώρες.

  • "Sustainable tourism aims to minimize negative impacts on the environment and local communities."

    Ο αειφόρος τουρισμός στοχεύει στην ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον και στις τοπικές κοινότητες.

Συνώνυμα

Ετυμολογία

Προέρχεται από τη γαλλική λέξη 'tourisme' (18ος αιώνας), η οποία βασίζεται στο 'tour' (περιήγηση, γύρος), που με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό 'tornus' (τόρνος, εργαλείο στροφής). Αρχικά αναφερόταν στην πράξη του ταξιδιού για ευχαρίστηση.

Πολιτιστικές σημειώσεις

Στον αγγλόφωνο πολιτισμό, ο τουρισμός αποτελεί σημαντικό μέρος της οικονομίας και της κοινωνικής ζωής, ειδικά σε χώρες με πλούσια ιστορία, φυσική ομορφιά ή αξιοθέατα. Η λέξη χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει τόσο την πράξη του ταξιδιού όσο και τον κλάδο που την υποστηρίζει. Υπάρχει αυξανόμενη ευαισθητοποίηση γύρω από τις επιπτώσεις του τουρισμού (π.χ. υπερτουρισμός, αειφόρος τουρισμός) και η συζήτηση για την ανάπτυξη του κλάδου είναι συνεχής.

Frequency:Common

Βοηθός AI

Συζήτηση λέξης: "tourism"
Πατήστε Enter για αποστολή, Shift+Enter για νέα γραμμή