Ορισμός του"legitimate" στα Ελληνικά

Βρείτε την έννοια του legitimate στα Ελληνικά και σε εκατοντάδες άλλες γλώσσες παγκοσμίως

Περιεχόμενο που δημιουργήθηκε από AIΜόνο για αναφορά

Οι ορισμοί λέξεων παρέχονται από παρόχους AI (OpenAI, Claude, κ.λπ.) και είναι μόνο για αναφορά. Αυτό δεν είναι επίσημο λεξικό και μπορεί να περιέχει σφάλματα. Παρακαλώ συμβουλευτείτε έγκυρες λεξικογραφικές πηγές για τις πιο ακριβείς πληροφορίες.

legitimate

/lɪˈdʒɪtɪmət/
Επίθετο

Ορισμοί

1

Επίθετο

Σύμφωνος με τον νόμο ή τους κανόνες· νόμιμος, σύννομος, έννομος.
🟢Αρχάριος
2

Επίθετο

Δυνατός να υπερασπιστεί με λογική ή αιτιολόγηση· έγκυρος, δικαιολογημένος, βάσιμος.
🟡Μεσαίος
3

Επίθετο

(Για παιδί) γεννημένος από γονείς που είναι νόμιμα παντρεμένοι μεταξύ τους· γνήσιος, νόμιμος (εκ νόμιμου γάμου).
🟡Μεσαίος
4

Ρήμα

Νομιμοποιώ· καθιστώ κάτι νόμιμο ή αποδεκτό, ή αναγνωρίζω κάτι ως νόμιμο.
🔴Προχωρημένος

Παραδείγματα

  • "Η απόφασή του ήταν απολύτως νόμιμη και σύμφωνα με το σύνταγμα."

    His decision was absolutely legitimate and in accordance with the constitution.

  • "Αυτό είναι ένα νόμιμο ερώτημα που χρήζει σοβαρής απάντησης."

    This is a legitimate question that needs a serious answer.

  • "Έχει νόμιμο δικαίωμα στην περιουσία σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα του."

    He has a legitimate right to the property according to his father's will.

  • "Η κυβέρνηση πρέπει να έχει νόμιμη εξουσία για να κυβερνά αποτελεσματικά."

    The government must have legitimate authority to govern effectively.

  • "Προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν την παρουσία τους στην περιοχή."

    They tried to legitimate their presence in the area.

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Ετυμολογία

Προέρχεται από το υστερολατινικό «legitimatus», την παθητική μετοχή του «legitimare» (νομιμοποιώ), από το «legitimus» (νόμιμος), το οποίο προέρχεται από το λατινικό «lex, legis» (νόμος).

Πολιτιστικές σημειώσεις

Η έννοια της νομιμότητας είναι θεμελιώδης στο νομικό και κοινωνικό πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας, όπως και σε πολλές άλλες. Αναφέρεται συχνά σε ζητήματα δικαίου, εξουσίας, αποδοχής και κοινωνικής τάξης. Σε αντίθεση με τη «νομιμότητα» (legality), η «νομιμοφροσύνη» (legitimacy) μπορεί να περιλαμβάνει και την ηθική ή κοινωνική αποδοχή πέρα από την τυπική συμμόρφωση με τον νόμο.

Frequency:Common

Βοηθός AI

Συζήτηση λέξης: "legitimate"
Πατήστε Enter για αποστολή, Shift+Enter για νέα γραμμή